ανθήρας

ανθήρας
Το επάνω μέρος του στήμονα, αρκετά διαφοροποιημένο από το νήμα που τον υποβαστάζει, εκτός αν πρόκειται για άμισχους α. Οι α. έχουν διάφορα σχήματα και χρώματα, αλλά κυρίως είναι κίτρινοι, υπόλευκοι ή γκρίζοι, ανάλογα με το είδος στο οποίο ανήκουν· συνήθως όμως είναι στρογγυλοί, χωρισμένοι στη μέση με εγκοπή, ή επιμήκεις. Ο α. αποτελείται από δύο ενωμένους λοβούς. Κάθε λοβός έχει δύο γυρεόσακους μέσα στους οποίους παράγονται οι γυρεόκοκκοι. Λίγο πριν ελευθερωθεί η γύρη, αποδιοργανώνεται ο ιστός που χωρίζει τους δύο γυρεόσακους κάθε λοβού του α. Στη συνέχεια, σχηματίζεται ένα μακρουλό άνοιγμα στο τοίχωμα κάθε λοβού από τον οποίο διαφεύγουν οι γυρεόκοκκοι. Ο α. αποτελείται στην αρχή από μία μικρή ομάδα μεριστωματικών κυττάρων τα οποία διαφοροποιούνται σε τέσσερις ομάδες κυττάρων που λέγονται μητρικά κύτταρα των γυρεόκοκκων. Κάθε μητρικό κύτταρο με μειωτική διαίρεση σχηματίζει τέσσερα απλοειδή κύτταρα, που λέγονται μικροσπόρια. Τα μικροσπόρια εξελίσσονται σε γυρεόκοκκους. Οι ανθήρες διακρίνονται πολύ καθαρά γύρω από τον ύπερο σε αυτό το άνθος τουλίπας (φωτ. Archivio Β).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανθήρας — ο η άκρη του στήμονα των φανερόγαμων λουλουδιών, όπου υπάρχει η γύρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνθηρᾶς — ἀνθηρός flowery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνθηράς — ἀνθηρά̱ς , ἀνθηρός flowery fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδορραγής — ές αυτός που διαρρηγνύεται, ανοίγει προς τα μέσα («ενδορραγής ανθήρας») …   Dictionary of Greek

  • νήμα — το (ΑΜ νῆμα, Μ και νέμα και νέμαν) είδος λεπτού κλώσματος από διάφορες ίνες, ιδίως υφαντικές, η κλωστή, το γνέμα (α. «τὸ μὲν ἀτράκτῳ τε στραφὲν καὶ στερεὸν νῆμα γενόμενον», Πλάτ. β. «τα συνθετικά νήματα δεν απορροφούν πολλή υγρασία») νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • στήμονας — Όργανο που στο άνθος των Αγγειοσπέρμων παίρνει μέρος στο σχηματισμό του «ανδρείου» ή «ανδρωνίτη», δηλαδή του άρρενος γεννητικού συστήματος. Κάθε σ. αποτελείται από δύο μέρη που διακρίνονται καθαρά: το νήμα και τον ανθήρα, ο οποίος φέρεται στην… …   Dictionary of Greek

  • συνανθηρωτός — η, ό, Ν (για άνθη) αυτός που έχει τους στήμονες και τους ανθήρες ενωμένους σε ενιαίο όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ανθήρας + κατάλ. ωτός (πρβλ. γραμμ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”